- καταλεύσιμος
- καταλεύσιμος, -ον (Α) [κατάλευσις]ο άξιος λιθοβολισμού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταλεύσιμον — καταλεύσιμος worthy to be stoned masc/fem acc sg καταλεύσιμος worthy to be stoned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)